αντίχαρη

αντίχαρη
η (Α ἀντίχαρις, -ιτος)
1. χάρη που γίνεται για ανταπόδοση άλλης
2. φρ. «η χάρη θέλει αντίχαρη».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αντίχαρη — η ανταπόδοση χάρης, ευεργεσίας: Η χάρη θέλει αντίχαρη (παροιμ. φράση) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”